- συμπαραγράψας
- συμπαραγράψᾱς , σύν-παραγράφωwrite by the sideaor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συμπαραγράφω — Α 1. γράφω κάτι εν συνεχεία, μετά από κάτι άλλο («ὁ Μωϋσῆς εὐθὺς τῇ Γενέσει συμπαραγράψας τὴν Ἔξοδον», Γρηγ. Νύσσ.) 2. παθ. συμπαραγράφομαι αναγράφομαι μαζί άλλους («ὥσπερ κοινωνὸς τῆς προφητείας συμπαραγράφεται», Βασ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * +… … Dictionary of Greek